Πώς οι «ευσυνείδητοι σαρκοφάγοι» αγνοούν την αληθινή προέλευση του κρέατος

του James McWilliams

Η υποστήριξη μικρών κτηνοτροφικών μονάδων χωρίς την αναγνώριση του πόνου της σφαγής διαιωνίζει την απευαισθητοποίηση – με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνουν οι βιομηχανικές φάρμες.

Αν υπάρχει μια φράση που θα ήθελα να θέσω προς συζήτηση είναι η ολοένα και πιο δημοφιλής ονομασία «ευσυνείδητος σαρκοφάγος». Όπως και με τόσες άλλες εκφράσεις στο αναπτυσσόμενο λεξικό του κινήματος τροφίμων της μαγειρικής αρετής, αυτή εδώ κατ’ ευφημισμόν αποκρύπτει μια σκληρή πραγματικότητα με έναν ήπιο, αλλά σε τελική ανάλυση βλαβερό, εξορθολογισμό.

Ο εξορθολογισμός είναι ότι επειδή η βιομηχανική κτηνοτροφία είναι τόσο τρομακτικά βάναυση για τα ζώα, ο ευσυνείδητος σαρκοφάγος μπορεί να επηρεάσει με το πιρούνι του αγοράζοντας κρέας από κτηνοτρόφους οι οποίοι εκτρέφουν τα ζώα τους με έναν πιο «ανθρώπινο» τρόπο -χοιρινό ελεύθερης βοσκής, βοδινό ταϊσμένο με χορτάρι, αυγά ελευθέρας βοσκής, και όλα αυτά. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι οι αποκαλούμενοι ευσυνείδητοι καταναλωτές που υποστηρίζουν αυτά τα εναλλακτικά συστήματα κάνουν πολύ λίγα πράγματα για να αμφισβητήσουν την ουσία της εργοστασιακής κτηνοτροφίας. Στην πραγματικότητα, μπορεί ακόμα και να ενισχύουν την ίδια την υπόστασή της.

Δεν εννοώ να υποτιμήσουμε τα οφέλη που απολαμβάνει ένα εκτρεφόμενο σε φάρμα ζώο, όταν του επιτρέπεται να κυκλοφορεί με σχετική ελευθερία, να τρώει μια φυσική διατροφή, να κοινωνικοποιείται και να φροντίζει τους απογόνους του. Και πράγματι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αν τα όριά μας σε σχέση με τα εναλλακτικά συστήματα σταματούσαν εδώ -κι αυτό σε σχετική σύγκριση με το κολαστήριο μιας κτηνοτροφικής βιομηχανίας- τότε οι σαρκοφάγοι που επιλέγουν το κρέας που παράγεται μέσω εναλλακτικών μεθόδων σίγουρα ενεργούν με πιο ευσυνείδητο τρόπο.

Αλλά αυτό δεν λέει και πολλά. Διευρύνετε την αντίληψή σας για την έννοια του «ευσυνείδητου σαρκοφάγου» και γίνεται σαφές πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εύκολη δικαιολογία που βοηθά τους καταναλωτές να μην ερευνούν τις βαθύτερες συνέπειες της εκτροφής ενός ζώου για να θανατωθεί για τροφή που δεν χρειαζόμαστε. Είναι τόσο πολύ πιο εύκολο, παρ’ όλ’ αυτά, απλά να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στη σχετική ευτυχία των ζώων αγροκτήματος για όσο ζουν παρά να εξετάσουμε το σύνολο του κύκλου ζωής του ζώου. Περιορίζοντας το ηθικό μας όραμά κατ’ αυτό τον τρόπο, κάτι που κάθε «ευσυνείδητος καταναλωτής» κάνει αναπόφευκτα, κρύβουμε πολλές πτυχές της «ευσυνείδητης» κρεοφαγίας που αξίζουν τη δέουσα προσοχή. Τρεις από αυτές ξεχωρίζουν.

Πρώτον, πώς οι ευσυνείδητοι καταναλωτές συμβιβάζουν το σκεπτικό τους για την αποφυγή της βιομηχανικής κτηνοτροφίας με την προθυμία τους να ανεχθούν τη σφαγή ενός αισθανόμενου ζώου; Λογικά μιλώντας, δεν βγαίνει νόημα. Οι υποστηρικτές του εναλλακτικού κρέατος βασίζουν την επιχειρηματολογία τους στην πεποίθηση ότι ένα ζώο δεν πρέπει να υπόκειται στον πόνο και την ταλαιπωρία που του επιφέρει η βιομηχανική κτηνοτροφία. Αυτός ο πυρήνας συμπόνιας είναι κρίσιμος. Επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι ευσυνείδητοι σαρκοφάγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι ένα ζώο έχει εγγενή αξία ως ένας ζωντανός, αναπνέων και αισθανόμενος οργανισμός. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θέλουν να το απελευθερώσουν από την εκμετάλλευση του βιομηχανικού εκτροφείου αρχικά. Παρ’ όλ’ αυτά, παρά την εμφανή παρουσία αυτής της συμπόνιας, ο ευσυνείδητος σαρκοφάγος υποστηρίζει τη θανάτωση αυτού του ζώου για έναν αυθαίρετο λόγο, όπως, για παράδειγμα, κάποιο φανταχτερό εστιατόριο στο Μανχάταν αποφασίζει πως ήρθε η ώρα για το ζώο να πεθάνει επειδή οι χοιρινές κοιλιές είναι στη μόδα. Πώς μπορούν αυτό το συναίσθημα (ανησυχία για την καλή μεταχείριση των ζώων) και αυτή η πράξη (θανάτωση του ζώου) να συνυπάρχουν; Γι’ αυτό το ερώτημα, δεν υπάρχει συμπονετική απάντηση.

Δεύτερον, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν την οικονομία. Τι θα γινόταν αν κάναμε όλοι «το σωστό» και γινόμασταν «ευσυνείδητοι σαρκοφάγοι»; Δηλαδή, τι θα γινόταν αν αρκετοί καταναλωτές δημιουργούσαν αρκετή ζήτηση για το κρέας ανθρώπινης μεταχείρισης, ώστε οι παραγωγοί να αναγκαστούν να πολλαπλασιάσουν και να διευρύνουν τις «ανθρώπινες» λειτουργίες για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση; Επί του παρόντος, περίπου το 1 τοις εκατό του συνόλου των κρεάτων που τρώμε προέρχεται από εναλλακτικά συστήματα. Τι θα γινόταν αν η κατάσταση είχε αντιστραφεί, και μόνο το 1 τοις εκατό του κρέατος προερχόταν από εργοστασιακή κτηνοτροφία;

Υποθετικά, αυτό είναι ακριβώς που οι υποστηρικτές της μικρής κλίμακας κτηνοτροφίας θέλουν. Αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς ο πολλαπλασιασμός των εναλλακτικών κτηνοτροφικών μονάδων ελεύθερης βοσκής, οι οποίες θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε κάποιο επίπεδο για να ανταποκριθούν στη ζήτηση, θα μπορούσε πιθανόν να αποφύγει ενδεχόμενες περικοπές για να επιτύχει αποτελεσματικότητα στην παραγωγή. Αυτή η αναπόφευκτη αναζήτηση της αποδοτικότητας θα ήταν μια χαρά, αν μιλούσαμε για αντικείμενα. Αλλά δεν μιλάμε. Μιλάμε για ανθρώπους που κατέχουν και εκμεταλλεύονται αισθανόμενα όντα -όντα που ενδιαφέρονται πάνω από όλα να παραμείνουν ζωντανά- προκειμένου να πραγματοποιήσουν κέρδος.

Από αυτήν την άποψη, τα εναλλακτικά συστήματα μπορεί να μοιάζουν αβλαβή στο 1 τοις εκατό, αλλά στο 10, 20, 30 τοις εκατό η βασική επιχειρηματική ιστορία υπαγορεύει ότι η επέκταση κλίμακας και εμβέλειας, θα οδηγήσει τη βιομηχανία να λάβει υπ’ όψιν τις πτυχές του συστήματος της βιομηχανικής κτηνοτροφίας που αρχικά προοριζόταν να αντικαταστήσει. Όταν έχεις ανθρώπους που κατέχουν, εκτρέφουν και θανατώνουν ζώα για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση, πιστεύει πραγματικά κανείς ότι πρόκειται να δοθεί στα ζώα πρωταρχική σημασία; Μήπως πραγματικά πιστεύουμε ότι ο κτηνοτρόφος που ο βιοπορισμός του εξαρτάται από την ιδιοκτησία και τη θανάτωση των ζώων, εν όψει του οικονομικού ανταγωνισμού, πρόκειται να θυσιάσει κάποιο μερίδιο αγοράς σε έναν ανταγωνιστή για το καλό των ζώων του (τα οποία πρόκειται να γίνουν κρέας ούτως ή άλλως); Μέσα στα όρια του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς, το να πωλούνται τα ζώα ως τροφή θα συνεπάγεται πάντα άσκοπα βάσανα. Είναι αυτονόητο ότι δεν θα υπήρχε τίποτα το ευσυνείδητο σχετικά με αυτό τον αναπόφευκτα πτωτικό κύκλο της οικονομικής αποτελεσματικότητας, την εκμετάλλευση των ζώων και την κεφαλαιοποίηση της αγοράς.

Τέλος, αν οι ευσυνείδητοι παραγωγοί και καταναλωτές βάλουν τα χρήματά τους όπου είναι το στόμα τους και έρθουν πιο κοντά στο σημείο από όπου προέρχεται το φαγητό μας, θα αντιμετωπίσουν την πράξη της θανάτωσης ενός ζώου. Και καθώς το κάνουν, καθώς όλο και περισσότεροι καταναλωτές θα πλησιάσουν στη σφαγή, δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη δικαιοσύνη του να εμπορευματοποιούμε ζώα με συναισθήματα. Πέρυσι ένα άρθρο στο διαδίκτυο για το περιοδικό Food and Wine πήρε συνέντευξη από σεφ που, σε μία (αξιοθαύμαστη) προσπάθεια μείωσης της αλυσίδας εφοδιασμού και σύνδεσης με τα τρόφιμα που σερβίρονται, έσφαζαν οι ίδιοι τα ζώα τους. Εδώ είναι αυτό που ένας από αυτούς είχε να πει:

«Σκότωσα [harvested] για πρώτη φορά ένα ζώο -μία ενήλικη κατσίκα και δύο παιδιά- πριν από οκτώ χρόνια… Είναι ένα ολόκληρο μείγμα συναισθημάτων -φόβος, μίσος, χαρά, δέος- όλα τα δυνατά συναισθήματα. Ήταν το πιο σκληρό πράγμα που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου, να κρατάω τη συγκεκριμένη κατσίκα μωρό στην αγκαλιά μου και να τη χαϊδεύω μέχρι να πεθάνει, προσπαθώντας να την κάνω να νιώσει άνετα. Έκλαψα; Ναι. Κλαίω κάθε φορά που σκοτώνω ζώα; Ναι. Κλαίω κάθε φορά που μιλάω γι’ αυτό.»

Είναι οδυνηρή μαρτυρία και σέβομαι το σεφ για την ειλικρίνειά του. Το γεγονός ότι αυτός ο σεφ έχει από τότε σκοτώσει πολλά ζώα και έχει αρχίσει δύο επιτυχημένα εστιατόρια που σερβίρουν κάθε μέρος από αυτά τα ζώα σε «ευσυνείδητους σαρκοφάγους» είναι ατυχές. Αλλά η έντονη συναισθηματική φόρτιση της πρώτης σφαγής του δεν πρέπει να υποβαθμίζεται, γιατί αναδεικνύει όχι μόνο τη συνολική προσπάθεια να πλησιάσουμε πιο κοντά στη διαδικασία παραγωγής κρέατος, αλλά επισημαίνει τον ακριβή λόγο για τον οποίο τελικά δεν θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε ένα εναλλακτικό σύστημα τροφίμων όσο συνεχίζουμε να σκοτώνουμε ζώα για ευχαρίστηση και κέρδος. Στην ουσία, μας υπενθυμίζει ότι η θανάτωση ζώων για τρόφιμα που δεν χρειαζόμαστε είναι ένα αιματηρό άθλημα.

Ο συναισθηματικός πόνος που βίωσε ο σεφ ήταν πραγματικός. Το γεγονός ότι έφτασε στο σημείο να εξορθολογήσει την εμπειρία του ως ένα σκληρό κομμάτι της οικονομικής ζωής -κάτι που αναμφίβολα μετρίασε με τη χρήση ευφημισμών όπως «συγκομιδή» [harvest]- δεν τον κάνει έναν ευσυνείδητο σαρκοφάγο. Τον κάνει έναν απευαισθητοποιημένο σαρκοφάγο. Αυτός ο τύπος έφτασε στο χείλος της πραγματικής αλλαγής, βίωσε την ωμότητα της αντίδρασής του, και αντί να κάνει το άλμα, υποχώρησε.

Καθώς όλο και περισσότεροι «ευσυνείδητοι σαρκοφάγοι» κάνουν ό,τι τους υπαγορεύει ο προσδιορισμός τους και, όπως έκανε και ο σεφ μας, πλησιάζουν όλο και περισσότερο προς την αντιμετώπιση της ηθικής της σφαγής, θα πρέπει ομοίως να οδηγηθούν στην αναγνώριση της βαρύτητας της θανάτωσης ενός ζωντανού ζώου. Θα βιώσουν από πρώτο χέρι το γεγονός ότι το ζώο δεν θέλει να πεθάνει. Και με τον τρόπο αυτό, θα πρέπει είτε να αναγνωρίσουν την εύκολη λύση του διλήμματος της κρεοφαγίας (επιλέγοντας να μην σκοτώνουν ζώα για τροφή) ή θα πρέπει, όπως ο σεφ, να απευαισθητοποιηθούν οι ίδιοι όσον αφορά τη σφαγή, υπονομεύοντας έτσι το ευσυνείδητο μέρος του «ευσυνείδητου σαρκοφάγου».

Όλα αυτά τα προβλήματα με την ευσυνείδητη κρεοφαγία -η θανάτωση ενός ζώου παρότι αναγνωρίζεται η ηθική του αξία, τα οικονομικά της αποτελεσματικής παραγωγής, καθώς και η απευαισθητοποίηση που απαιτείται για την αντιμετώπιση της σφαγής- καταλήγουν στην συλλογική υποστήριξη των ίδιων των θεμελίων της εργοστασιακής κτηνοτροφίας. Όσο είμαστε πρόθυμοι να εμπορευματοποιούμε ένα ζωντανό ον που έχει εγγενή αξία, συνδέοντας απευθείας τη διάρκεια της ζωής του με την καταναλωτική ζήτηση, και να ξεγελάμε τον εαυτό μας για την οδυνηρή ουσία της σφαγής, δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο από την επαναβεβαίωση των βασικών αξιών της εργοστασιακής κτηνοτροφίας. Μπορεί να νιώθουμε καλά αν αποκαλούμε τους εαυτούς μας «ευσυνείδητους σαρκοφάγους», αλλά κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε να αναγνωρίσουμε ότι ο μοναδικός ευσυνείδητος σαρκοφάγος είναι, αλίμονο, ο χορτοφάγος.

Πηγή