Πόσο καλά γνωρίζουμε το στερεότυπο του Ινδιάνου των άγριων πεδιάδων: δολοφόνος βουβαλιών, ντυμένος με δέρματα ελαφιού διακοσμημένα με φτερά, με φτερά στο κεφάλι περίτεχνα στολισμένα, και δερμάτινα μοκασίνια, που ζει σε μια τριγωνική σκηνή από δέρμα ζώου, αφέντης του σκύλου και του αλόγου, χωρίς καμία σχέση με τα λαχανικά. Αλλά αυτός ο τρόπος ζωής, κάποτε περιορισμένος σχεδόν αποκλειστικά στους Απάτσι, άνθισε για όχι παραπάνω από διακόσια χρόνια. Δεν είναι αντιπροσωπευτικός για τους περισσότερους Αμερικάνους Ιθαγενείς του σήμερα και του χθες. Μάλιστα, το φαινόμενο «βουβάλι-ως-τρόπος ζωής» είναι άμεσο αποτέλεσμα της Ευρωπαϊκής επιρροής, όπως θα δούμε.
Στους ανθρώπους της φυλής μου, τους Ινδιάνους Τσοκτάου του Μισισίπι και της Οκλαχόμα, τα λαχανικά είναι το βασικό στοιχείο της παραδοσιακής διατροφής. Ένα γαλλικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα περιγράφει τις χορτοφαγικές γνώσεις των Τσοκτάου σε καταφύγιο και τροφή. Τα σπίτια δεν ήταν κατασκευασμένα από δέρμα, αλλά από ξύλο, λάσπη, κορμούς και καλάμια. Η κύρια τροφή, που καταναλωνόταν καθημερινά από πήλινα σκεύη, ήταν μια χορτοφαγική σούπα που περιείχε καλαμπόκι, κολοκύθι και φασόλια. Το ψωμί φτιαχνόταν από καλαμπόκι και βελανίδια. Άλλα συνήθη αγαπημένα ήταν το ψητό καλαμπόκι και ο χυλός καλαμποκιού. (Το κρέας υπό μορφή μικρού θηράματος ήταν σπάνιο γεύμα.) Οι αρχαίοι Τσοκτάου ήταν, πρωτίστως και κυρίως, αγρότες. Ακόμη και ο ρουχισμός τους ήταν φυτικής προέλευσης, καλλιτεχνικά κεντημένα φορέματα για τις γυναίκες και βαμβακερά παντελόνια για τους άντρες. Οι Τσοκτάου δεν έχουν στολίσει ποτέ τα μαλλιά τους με φτερά.
Η πλούσια γη των Τσοκτάου, στη σημερινή περιοχή του Μισισίπι, ποθήθηκε τόσο πολύ από τους Αμερικάνους του 19ου αιώνα που το μεγαλύτερο μέρος της φυλής αναγκάστηκε βίαια να μετακινηθεί στην σημερινή Οκλαχόμα. Η Οκλαχόμα επιλέχθηκε εξίσου επειδή κατά μεγάλο μέρος ήταν ακατοίκητη και επειδή πολυάριθμες εξερευνήσεις της περιοχής είχαν κρίνει τη γη άγονη και άχρηστη για οποιοδήποτε σκοπό. Η αλήθεια, παρόλα αυτά, ήταν ότι η Οκλαχόμα ήταν τόσο γόνιμη γη που αποτέλεσε σιτοπαραγωγική περιοχή για τους Ινδιάνους. Δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε από τους Ινδιάνους από κάθε άποψη ως γεωργικός πόρος. Παρ’ ότι πολλοί Τσοκτάου υπέφεραν και πέθαναν κατά την μετακίνησή τους, στο διαβόητο «Μονοπάτι των Δακρύων», εκείνοι που επέζησαν εγκαταστάθηκαν εκ νέου και επιτυχώς στην Οκλαχόμα, με το γεωργικό τους πνεύμα άθικτο.
Ο George Catlin, ο διάσημος ιστορικός Ινδιάνων του 19ου αιώνα, περιέγραψε την γη των Τσοκτάου της νότιας Οκλαχόμα του 1840 κατ’ αυτόν τον τρόπο: «…το έδαφος ήταν σχεδόν κυριολεκτικά καλυμμένο με αμπέλια, παράγοντας την μεγαλύτερη αφθονία γευστικότατων σταφυλιών, …που κρέμονταν σε ατέλειωτα τσαμπιά… το οδοιπορικό μας συχνά διακόπτονταν εντελώς από εκατοντάδες εκτάρια μικρών αμπελιών …κάθε φύλλωμα που βλέπαμε ήταν τόσο φορτωμένο από το βάρος των… καρπών του, που υπήρχαν τόσες περιπτώσεις κυριολεκτικά χωρίς φύλλα στα κλαδιά, και σχεδόν λυγισμένα μέχρι το έδαφος… και στρώματα από άγριες σταφίδες, φραγκοστάφυλα, και (εδώδιμα) αγκαθωτά αχλάδια». (Πολλά από τα «άγρια» τρόφιμα που συνάντησαν οι Άγγλοι εξερευνητές στα ταξίδια τους ήταν στην πραγματικότητα καλλιεργημένα με φροντίδα από Ινδιάνους.)
Πολλά από τα φαγητά των Τσοκτάου που μαγειρεύονται σε γιορτές ακόμη και σήμερα είναι χορτοφαγικά. Το καλαμπόκι είναι τόσο σημαντικό για μας που θεωρείται θείο. Ο μύθος μας για το καλαμπόκι λέει ότι ήταν ένα δώρο από το Hashtali, το Μεγάλο Πνεύμα. Το καλαμπόκι δόθηκε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης γιατί οι Τσοκτάου είχαν ταΐσει την κόρη του Μεγάλου Πνεύματος όταν εκείνη πείναγε. (Hashtali σημαίνει κυριολεκτικά «Ήλιος του Μεσημεριού». Οι Τσοκτάου πιστεύουν ότι το Μεγάλο Πνεύμα κατοικεί μέσα στον ήλιο, καθώς είναι ο ήλιος που κάνει το καλαμπόκι να μεγαλώνει!) Μια άλλη ιστορία των Τσοκτάου περιγράφει τη μετά θάνατον ζωή ως ένα τεράστιο παιχνιδότοπο όπου όλοι επιτρέπονται εκτός από τους δολοφόνους. Τι τρώνε οι Τσοκτάου στον «παράδεισο»; Την πιο γλυκιά λιχουδιά, φυσικά: πεπόνια, μια αστείρευτη προμήθεια.
Περισσότερες από μία φυλές έχουν θρύλους για την δημιουργία που περιγράφουν τους ανθρώπους ως χορτοφάγους, που ζουν σε ένα μέρος σαν τον Κήπο της Εδέμ. Ένας θρύλος των Τσερόκι περιγράφει ότι οι άνθρωποι, τα φυτά και τα ζώα ζούσαν στην αρχή με «ισότητα και αλληλοβοήθεια». Οι ανάγκες όλων καλύπτονταν χωρίς να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Όταν ο άνθρωπος έγινε επιθετικός και έφαγε μερικά από τα ζώα, τα ζώα επινόησαν αρρώστιες για να κρατήσουν τον ανθρώπινο πληθυσμό υπό έλεγχο. Τα φυτά παρέμειναν φιλικά παρ’ όλα αυτά, και προσέφεραν τους εαυτούς τους όχι μόνο ως τροφή στους ανθρώπους, αλλά επίσης και ως φάρμακα, για να καταπολεμήσουν τις νέες αρρώστιες.
Οι περισσότερες φυλές ήταν σαν τους Τσοκτάου παρά διαφορετικές. Τα παιδιά των Αζτέκων, των Μάγια, και των Ζαποτέκ στα παλαιότερα χρόνια είχαν 100% χορτοφαγική διατροφή τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των δέκα ετών. Η κύρια τροφή ήταν σιτηρά, ιδιαίτερα ποικιλίες καλαμποκιού. Τέτοια δίαιτα πιστεύονταν πως έκανε το παιδί δυνατό και ανθεκτικό στις ασθένειες. (Οι Ισπανοί έμειναν κατάπληκτοι όταν ανακάλυψαν ότι αυτοί οι Ινδιάνοι είχαν διπλάσιο προσδόκιμο ζωής από τους ίδιους.) Μια ολοκληρωτικά χορτοφαγική διατροφή επίσης εξασφάλιζε πως τα παιδιά θα διατηρούσαν μια εφ’ όρου ζωής αγάπη για τα σιτηρά, κι έτσι θα ζούσαν πιο υγιεινά. Ακόμα και σήμερα, οι Ινδιάνοι θεραπευτές εκείνων των φυλών πιθανότατα θα συμβουλέψουν τους άρρωστους να «επιστρέψουν στην μητρική αγκαλιά του καλαμποκιού» ώστε να γίνουν καλά. Μια τέτοια επιστροφή θα μπορούσε να περιλαμβάνει μεγάλη κατανάλωση ατόλ [στμ: atole, ζεστό ρόφημα με βάση το καλαμποκάλευρο που πίνεται στο Μεξικό και στην Κεντρική Αμερική]. (Ο πιο εύκολος τρόπος να φτιάξει κανείς ατόλ είναι να σιγοβράσει ζυμάρι από καλαμποκάλευρο [masa harina] του εμπορίου με νερό. Έπειτα να του δώσει άρωμα με σοκολάτα ή κανέλα, και να του δώσει γεύση.) Το ατόλ θεωρείται ιερό φαγητό.
Είναι ειρωνικό το ότι οι ινδιάνοι σχετίζονται έντονα με το κυνήγι και το ψάρεμα όταν, στην πραγματικότητα, «σχεδόν οι μισές από όλες τις φυτικές τροφές που καλλιεργούνται σήμερα στον κόσμο αρχικά καλλιεργούνταν από τους Ινδιάνους της Αμερικής, και ήταν άγνωστες σε άλλα μέρη μέχρι την ανακάλυψη της Αμερικής». Μπορείτε να φανταστείτε ιταλικό φαγητό χωρίς σάλτσα ντομάτας, ιρλανδικό χωρίς άσπρες πατάτες, ή το Ουγγαρέζικο γκούλας χωρίς πάπρικα; Όλες αυτές οι τροφές έχουν ινδιάνικη προέλευση.
Μια ελλιπής λίστα άλλων ινδιάνικων τροφών που διαδόθηκαν ανά τον κόσμο συμπεριλαμβάνει το πιπέρι Καγιέν, τις κόκκινες πιπεριές, τα φιστίκια, τα κάσιους, τις γλυκοπατάτες, τα αβοκάντο, το φρούτο του πάθους, το κολοκύθι, τα φασολάκια, τα κοινά φασόλια, το σιρόπι σφενδάμου, τα φασόλια γίγαντες, τα βατόμουρα, τον καρπό της λευκής καρυάς, τις μπάμιες, τη σοκολάτα, τη βανίλια, τους ηλιόσπορους, την κολοκύθα, η ταπιόκα, τα καρύδια, σαρανταεφτά ποικιλίες χυμωδών καρπών, τον ανανά, και, φυσικά το καλαμπόκι και το ποπκόρν.
Πολλά εγχειρίδια ιστορίας λένε την ιστορία του Σκουάντο, ενός Ινδιάνου Πατουξέτ που έζησε στις αρχές του 1600. Ο Σκουάντο είναι φημισμένος επειδή έσωσε τους Πίλγκριμς [σ.τ.μ. Pilgrims, πρώτοι άποικοι της Αμερικής] από τη λιμοκτονία. Τους έδειξε πως να μαζεύουν άγρια φυτά και πως να φυτεύουν το καλαμπόκι.
Υπήρξαν χιλιάδες Σκουάντο έκτοτε, ακόμη κι αν τα ονόματά τους δεν είναι τόσο ξακουστά. Ουσιαστικά η σύγχρονη γεωργία οφείλει τη βάση της σε ινδιάνικες μεθόδους βελτίωσης σπόρων, παραγωγής υβριδίων, φύτευσης, καλλιέργειας, άρδευσης, αποθήκευσης, χρήσης και μαγειρέματος. Και το πνεύμα του Σκουάντο επιζεί μέχρι σήμερα. Ένα παράδειγμα αποτελεί ένας ερευνητικός σταθμός της περουβιανής κυβέρνησης κρυμμένος σε ένα απόμακρο ινδιάνικο χωριό στον Αμαζόνιο με το όνομα Genaro Herrera. Βοτανολόγοι, γεωπόνοι και δασοπόνοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δουλεύουν εκεί, κάνοντας επιστημονικές μελέτες πάνω σε όλους τους τρόπους που οι τοπικές φυλές Ινδιάνων καλλιεργούν και προετοιμάζουν την τροφή τους. Μαθαίνουν επίσης πως να αξιοποιούν τα δάση χωρίς να τα καταστρέφουν, και πως να καταπολεμούν τα παράσιτα χωρίς χημικά.
Η τάση που ώθησε ορισμένες φυλές Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής μακριά από τη βασισμένη σε φυτικές τροφές διατροφή μπορεί να αποδοθεί στον Κορονάντο, έναν Ισπανό εξερευνητή του 16ου αιώνα. Πριν από αυτόν, το κυνήγι ήταν ένα χόμπι μεταξύ των περισσότερων Ινδιάνων, όχι μια κύρια απασχόληση. Οι Απάτσι ήταν μία από τις ελάχιστες φυλές που βασίζονταν σημαντικά στην θανάτωση ζώων για επιβίωση.
Αλλά όλα αυτά άλλαξαν όταν ο Κορονάντο και ο στρατός του διέσχισαν τη Δύση και τα κεντροδυτικά από το Μεξικό. Μερικά από τα άλογά του το έσκασαν και γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν στις εύφορες μεγάλες πεδιάδες. Οι Ινδιάνοι ξανα-εξημέρωσαν αυτούς τους νέους κατοίκους, και η Εποχή του Βούβαλου ξεκίνησε.
Τα άλογα αντικατέστησαν τα σκυλιά ως υποζύγια και προσέφεραν άριστη μεταφορά. Αυτό ήταν τέτοια καινοτομία για τους Ινδιάνους των Μεγάλων Πεδιάδων, όπως το αυτοκίνητο θα ήταν για τους Άγγλους αργότερα. Η ζωή στις Μεγάλες Πεδιάδες έγινε πολύ πιο εύκολη πολύ σύντομα.
Από την ανατολή ήρθε μια άλλη σημαντική επιρροή: τα όπλα. Οι πρώτοι άποικοι της Αμερικής έφεραν και τα πυροβόλα τους μαζί. Εξαιτίας της ινδιάνικης «απειλής», σύντομα ασχολήθηκαν με την ανάπτυξη όπλων και κατάφεραν να φτιάξουν πιο ακριβή και ισχυρά όπλα. Αλλά επίσης προμήθευαν Ινδιάνους με όπλα με τους οποίους συμμαχούσαν για αποικιακούς σκοπούς. Επειδή ήταν πολύ ευκολότερο να σκοτώσεις ένα ζώο με τουφέκι απ’ ότι με ένα τόξο και βέλη, τα όπλα διαδόθηκαν γρήγορα μεταξύ των Ινδιάνων. Ανάμεσα στο άλογο και το όπλο, το να σκοτώνουν βουβάλια ήταν πλέον πολύ πιο απλό.
Οι Απάτσι ενώθηκαν με άλλες φυλές, όπως οι Σιού, οι Τσεγιέν, οι Αραπάχος, οι Κομάντσι, και οι Κιόβα. Αυτές οι φυλές «έχασαν το καλαμπόκι», παράτησαν την γεωργία, και άρχισαν να ζουν νομαδικά για πρώτη φορά. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός έως ότου η τροφή τους, ο ρουχισμός τους, και το καταφύγιό τους να εξαρτώνται ολοκληρωτικά από ένα ζώο, το βουβάλι.
Ο George Catlin θρήνησε αυτό το γεγονός από το 1830. Προέβλεψε τον αφανισμό των βουβαλιών (κάτι το οποίο σχεδόν συνέβη) και τον κίνδυνο της μη ποικιλότητας. Ο Catlin σημείωσε ότι, εάν οι Ινδιάνοι των Μεγάλων Πεδιάδων σκότωναν βουβάλια μόνο για δική τους χρήση, η κατάσταση δεν θα ήταν ίσως τόσο σοβαρή. Αλλά επειδή τα μεγάλα κτήνη σφαγιάζονταν για το κέρδος, ήταν μοιραίο να εξαλειφθούν.
Ήταν οι λευκοί άνθρωποι που επωφελούνταν. Υπήρχε μια ακόρεστη αγορά στην Ανατολή για γλώσσα βουβαλιού και ενδύματα από βουβάλι. Το 1832, ο Catlin περιέγραψε μια ομαδική σφαγή βουβαλιών που διεξήχθη από εξακόσιους ιππείς Σιού. Αυτοί οι άντρες σκότωσαν 1400 ζώα, και στη συνέχεια πήραν μόνο τις γλώσσες τους. Οι γλώσσες ανταλλάχθηκαν από τους λευκούς για λίγα γαλόνια ουίσκι. Το ουίσκι, χωρίς αμφιβολία, βοήθησε να αμβλύνει το ταλέντο των Ινδιάνων να κάνουν τη μέγιστη χρήση ενός ζώου. Ανάμεσα στις φυλές που δεν είχαν εμπορικές συναλλαγές με λευκούς, κάθε ζώο χρησιμοποιούνταν ολοκληρωτικά, μέχρι τις οπλές. Κανένα μέρος δεν έμενε ανεκμετάλλευτο. Και δεν σκότωναν βουβάλια το χειμώνα, διότι οι Ινδιάνοι τρέφονταν με αποξηραμένο κρέας από το φθινόπωρο εκείνη την περίοδο.
Αλλά τώρα τα βουβάλια σκοτώνονταν κυρίως τον χειμώνα. Ήταν κατά η διάρκεια κρύου καιρού που το θαυμάσιο τρίχωμά τους γινόταν μακρύ και πλούσιο. Ο Catlin εκτίμησε ότι 200.000 βουβάλια σκοτώνονταν κάθε χρόνο για να φτιάξουν παλτά για τους ανθρώπους στην Ανατολή. Ένα τομάρι κατά μέσο όρο έδινε καθαρό κέρδος σε έναν Ινδιάνο κυνηγό μισό λίτρο ουίσκι.
Αν οι Ινδιάνοι είχαν καταλάβει την έννοια του αφανισμού των ζώων, ίσως να είχαν σταματήσει τη σφαγή. Αλλά για τους Ινδιάνους, το βουβάλι ήταν ένα δώρο από το Μεγάλο Πνεύμα, ένα δώρο που θα έμενε αστείρευτο. Δεκαετίες μετά την εξαφάνιση των τεράστιων κοπαδιών, οι Ινδιάνοι των Μεγάλων Πεδιάδων ακόμη πίστευαν πως η επιστροφή τους ήταν επικείμενη. Χόρευαν το Χορό των Πνευμάτων, για να φέρουν πίσω τα βουβάλια, και προσεύχονταν γι’ αυτό το θαύμα μέχρι το 1890.
Παρά την ευκολία και τα οικονομικά κίνητρα της θανάτωσης βουβαλιών, υπήρχαν φυλές που δεν εγκατέλειψαν τους παλιούς τρόπους των Μεγάλων Πεδιάδων. Παράλληλα με τις νοτιοανατολικές αγροτικές φυλές, μεσοδυτικές, βοριοδυτικές και νοτιοδυτικές φυλές ενέμειναν στην γεωργία. Για παράδειγμα οι Οσάζ, οι Παουνί, οι Αρικάρα, οι Μαντάν, οι Ουίτσιτα, και οι Καντοάν παρέμειναν σε μόνιμους γεωργικούς καταυλισμούς. Ακόμα και όντας περιτριγυρισμένοι από βουβάλια, έφτιαχναν τα σπίτια τους από ξύλο και χώμα. Και ανάμεσα σε μερικούς Ινδιάνους στα νοτιοδυτικά, το βαμβάκι, η καλαθοπλεκτική και η κεραμική προτιμούνταν από ζωικά υποκατάστατα όπως οι δερμάτινοι σάκοι.
Ο Catlin ήταν υπερβολικά ακριβής όταν προέβλεψε ολέθριες συνέπειες για τις φυλές που εξαρτιόνταν από τα βουβάλια. Μέχρι και σήμερα, ήταν εκείνοι οι Ινδιάνοι που πέτυχαν τη χειρότερη αφομοίωση από άλλες φυλές. Οι Σιού της Νότιας Ντακότα, για πρώτη φορά, έχουν τη χειρότερη φτώχεια και έναν από τους μεγαλύτερους ρυθμούς αλκοολισμού στη χώρα. Αντιστρόφως, οι φυλές που εξαρτιόνταν λίγο ή καθόλου στην εκμετάλλευση των ζώων για την επιβίωσή τους, όπως οι Τσερόκι , οι Τσοκτάου, οι Κρικ, και οι Τσικασάου, ακμάζουν και αναπτύσσονται, έχοντας αφομοιωθεί χωρίς να παραδώσουν τον πολιτισμό τους.
Στο παρελθόν, και όχι σε λίγες φυλές, η κατανάλωση κρέατος ήταν μια σπάνια δραστηριότητα, σίγουρα όχι ένα καθημερινό γεγονός. Από την εισαγωγή των ευρωπαϊκών εθίμων κατανάλωσης κρέατος, την εισαγωγή του αλόγου και του όπλου, και την εξάπλωση των αλκοολούχων ποτών και των λευκών εμπόρων, πολλά άλλαξαν. Σχετικά ελάχιστοι Ινδιάνοι μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι χορτοφάγοι σήμερα.
Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για τους περισσότερους Αμερικάνους Ιθαγενείς του παλιού καιρού, το κρέας όχι απλώς δεν ήταν η τροφή της επιλογής τους, αλλά η κατανάλωσή του δεν ήταν σεβαστή (όπως στη σύγχρονη εποχή οι Αμερικάνοι τρώνε γαλοπούλα στη γιορτή των Ευχαριστιών σαν να ήταν θρησκευτικό καθήκον). Δεν υπήρχε τίποτα τελετουργικό στο κρέας. Ήταν ένα φυτό, ο καπνός, που χρησιμοποιούνταν εκτενώς σε τελετουργίες και ιεροτελεστίες, και τότε μόνο με μέτρο. Σε μεγάλες γιορτές όπως τα Φθινοπωρινά Φεστιβάλ με επίκεντρο τη συγκομιδή, κυρίως τη συλλογή του καλαμποκιού. Οι Τσοκτάου δεν είναι οι μόνοι που συνεχίζουν να χορεύουν το Χορό του Καλαμποκιού.
Πως θα ήταν αυτή η χώρα σήμερα αν οι αρχαίοι τρόποι παρατηρούνταν ακόμη; Πιστεύω ότι είναι δίκαιο να ειπωθεί ότι ο σεβασμός των Ινδιάνων για μη-ανθρώπινες μορφές ζωής θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στην αμερικανική κοινωνία. Το καλαμπόκι, και όχι το κρέας της γαλοπούλας, μπορεί να ήταν το εορταστικό πιάτο των Ευχαριστιών. Λιγότερα είδη θα είχαν εξαφανιστεί, το περιβάλλον θα ήταν πιο υγιές, και τόσο οι Ινδιάνοι όσο και οι μη-Ινδιάνοι Αμερικάνοι θα ζούσαν μεγαλύτερες και υγιέστερες ζωές. Ίσως υπήρχε και λιγότερος σεξισμός και ρατσισμός, καθώς πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι όπως συμπεριφέρεσαι στα ζώα (τους πιο αδύναμους), έτσι θα συμπεριφερθείς στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, και στις μειονότητές σου.
Χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, οι Ινδιάνοι πολεμιστές και κυνηγοί των παλιών καιρών έπαιξαν το παιχνίδι των λευκών που ποθούσαν διακαώς τη γη τους και τα βουβάλια της. Όταν η γη πάρθηκε από αυτούς, και τα κοπάδια βουβαλιών αποδεκατίστηκαν, δεν υπήρχε τίποτα για να στηριχθούν πάνω του. Αλλά οι Ινδιάνοι που διάλεξαν το ειρηνικό μονοπάτι και βασίζονταν στην ποικιλότητα και την αφθονία των φυτών για την επιβίωσή τους, είχαν την ικανότητα να σώσουν τον τρόπο ζωής τους. Ακόμη κι αφότου μεταφέρθηκαν σε νέα γη μπορούσαν να περιμένουν, να ξαναφυτέψουν και να προχωρήσουν μπροστά.
Τώρα εμείς, οι απόγονοί τους, πρέπει να επανασυλλάβουμε το πνεύμα των αρχαίων παραδόσεων για το καλό όλων των ανθρώπων. Πρέπει να φύγουμε μακρυά από τις ευρωπαϊκές επιρροές που έδιωξαν έναν πιο υγιή τρόπο ζωής. Πρέπει να αγκαλιάσουμε ξανά τους αδελφούς και τις αδελφές μας, τα ζώα, και να «επιστρέψουμε στο καλαμπόκι» μια και καλή.
(Η Rita Laws ανήκει στις φυλές Τσοκτάου και Τσερόκι. Ζει και γράφει στην Οκλαχόμα. Το όνομά της στην γλώσσα των Τσοκτάου, Hina Hanta, σημαίνει Φωτεινό Μονοπάτι της Ειρήνης, περί του οποίου θεωρεί ότι πρόκειται η χορτοφαγία. Η ίδια είναι χορτοφάγος για πάνω από 14 χρόνια.)
Αυτό το άρθρο πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Vegetarian Journal, το Σεπτέμβρη του 1994, εκδ. The Vegetarian Resource Group Της Rita Laws