Πριν αρχίσω την όποια αφήγηση, νομίζω πως πρέπει να σημειώσω το προφανές, ότι δηλαδή το περιεχόμενο της ανάρτησης αυτής έχει προσωπικό χαρακτήρα, διαφορετικό σε μεγάλο βαθμό από αυτόν που συνηθίζουμε να έχουμε ως ιστολόγιο μέχρι τώρα. Αυτό διότι η εμπειρία ήταν προσωπική, και τα συναισθήματα το ίδιο, και μου είναι πιο εύκολο να τα περιγράψω σε πρώτο πρόσωπο και με απλή γλώσσα, παρά σε τηλεγραφική/δημοσιογραφική/ιστολογιακή γλώσσα. Ελπίζω να μην ξενίσει πολύ το ύφος και ελπίζω να μπορέσω να εκφράσω ικανοποιητικά τα όσα σκέφτομαι και νιώθω.
Σήμερα το πρωί, λοιπόν, βρισκόμουν στο κέντρο της πόλης για δουλειές. Γύρω μου αρκετός κόσμος, κίνηση μπόλικη και φασαρία μεγάλη. Λογικό, αν σκεφτείς πως ήταν Σάββατο πρωί, με τα μαγαζιά ανοιχτά και τα χριστούγεννα που πλησιάζουν, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις διαθέσεις του περισσότερου κόσμου αυτή την περίοδο.
Γύρισα λίγη ώρα στο κέντρο, έκανα αυτά που έπρεπε να κάνω και ξεκίνησα να πηγαίνω προς το σπίτι. Κατά την επιστροφή μου βρέθηκα σε μια οδό σχετικά κεντρική, όπου βρίσκονται διάφορα μαγαζιά. Συνήθως δε δίνω προσοχή στα μαγαζιά και στις βιτρίνες τους, όμως οι κραυγές που άκουσα με έκαναν να γυρίσω το κεφάλι μου για να δω στην απενάντι πλευρά του δρόμου τι συμβαίνει.
Αυτό που είδα ήταν κλουβιά, κλουβιά, κλουβιά, κραυγές και έντονη κινητικότητα μέσα σε αυτά. Κατάλαβα πού βρισκόμουν: ήμουν απέναντι από ένα σκλαβοπάζαρο ή, όπως συνηθίζεται να το λένε, “pet shop”. Πλησίασα για να δω καλύτερα.
Στο ένα κλουβί ήταν ένας παπαγάλος που έκραζε με ένα έντονο αίσθημα δυσαρέσκειας. Σε κάποια άλλα ήταν κάποια μικρότερα πουλιά, καναρίνια ίσως. Μερικά τιτίβιζαν και πετούσαν μέσα στο λιγοστό χώρο του κλουβιού, ενώ άλλα κάθονταν κουρνιασμένα και κοιτούσαν τα κάγκελα γύρω τους. Λίγο πιο δίπλα ήταν κάποια κουνέλια, καθισμένα κοντά-κοντά το ένα με το άλλο για να ζεσταθούν όσο μπορέσουν. Ένα από αυτά όπως το κοίταζα με κοίταξε, και η λύπη που ένιωσα μέσα από τα μάτια του δεν περιγράφεται. Δεν ξέρω αν ήταν ιδέα μου ή αν ήταν η δική μου λύπη που καθρεφτίστηκε σ’ αυτά.
Έπειτα το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε κάποια φυλακισμένα σκιουράκια πιο δίπλα. Τα περισσότερα από αυτά καθόντουσαν κουλουριασμένα στις γωνίες για να την παλέψουν με τόσο κρύο, όπως και τα κουνέλια παραδίπλα. Δύο έτρεμαν πολύ και το ένα σήκωνε πού και πού το κεφάλι του για να δει γύρω του. Ξαφνικά ακούστηκε ένας συναγερμός αυτοκινήτου και κόρνες από τον δρόμο, που τρόμαξαν το μικρό τόσο, που «πάγωσε» και κατέβασε τα αυτιά του. Ταράχτηκα κι εγώ μαζί του.
Εκεί που η καρδιά μου σφίχτηκε πιο πολύ, όμως, ήταν όταν παρατήρησα ένα άλλο σκιουράκι που ήταν κλεισμένο στο ίδιο κλουβί. Το σκιουράκι αυτό ήταν υπεύθυνο για την κινητικότητα που μου τράβηξε την προσοχή σε πρώτη φάση: ήταν κρεμασμένο προς το πάνω μέρος του κλουβιού και πήγαινε από τη μια άκρη στην άλλη, πολύ γρήγορα, ξεκάθαρα νευρικά, και χωρίς σταματημό. Όση ώρα κάθισα εκεί, δε σταμάτησε ούτε λεπτό, παρά μόνο για να κατέβει λίγο και να φάει βιαστικά λίγη τροφή από ένα μπολάκι που τους είχε βάλει ο «φιλεύσπλαχνος» δουλέμπορος που είχε το μαγαζί.
Σκεφτόμουν πώς να αισθάνεται αυτός ο σκίουρος που ‘ναι φυλακισμένος και περιορισμένος σε τόσο λίγο χώρο ενώ είναι πολύ ζωηρός, που βρίσκεται μακριά από το σπίτι του και τα δέντρα ή τα μικρά λαγούμια που θα τον φιλοξενούσαν, μακριά από τον φρέσκο αέρα και την φυσική ηρεμία που θα ‘χε εκεί. Πώς να βιώνει τον εγκλεισμό και την εκμετάλλευσή του; Την αντικειμενοποίησή του και το γεγονός ότι του συμπεριφέρονται ως εμπόρευμα ή ως παιχνίδι για διασκέδαση;
Και δεν είναι μόνο ο σκίουρος αυτός, αλλά και τα υπόλοιπα σκιουράκια, και ο παπαγάλος, και τα κουνέλια, και τα καναρίνια, και τα κουτάβια που ήταν στη βιτρίνα και γυρνούσαν γύρω από τον εαυτό τους μπερδεμένα, και τα μικρά γατάκια, και όλα τα υπόλοιπα ζώα που ήταν φυλακισμένα μέσα στο μαγαζί.
Ξέρω πως δε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το πώς νιώθουν (θυμάμαι που το λέει και ο Νάγκελ κάπου, αν δεν κάνω λάθος) αλλά ακριβώς αυτή η έλλειψη βεβαιότητας είναι που πρέπει να συνηγορεί υπέρ τους, μαζί με τα στοιχεία που μας δείχνουν ότι για κάθε ζώο η ελευθερία και η αυτοδιάθεση είναι πολύτιμες. Τι σκατά, ποιος θέλει να ζει φυλακισμένος σε ένα κλουβί παρά ελεύθερος στο φυσικό του σπίτι;
Στεκόμουν ακίνητος για κάμποση ώρα ακόμη, πριν πάρω την απόφαση να φύγω. Στο μυαλό μου έψαχνα να δω τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω αυτά τα πλάσματα, να βγουν από το μαρτύριο που είναι. Σκέφτηκα για μια στιγμή να αγόραζα κάποιο, αλλά αυτή η σκέψη απορρίφθηκε κατευθείαν. Μπορεί να έσωζα κάποιο από αυτά προσωρινά, όμως ούτε τα λίγα χρήματα που έχω αρκούν για να σωθούν όλα, ούτε και έτσι θα σωθούν όλα.
Γιατί απ’ τη μια θα τον στηρίξω οικονομικά τον καριόλη τον δουλέμπορο, μα και όλη τη σάπια βιομηχανία εκμετάλλευσης από πίσω του, οπότε θα διαιωνιστεί και θα ενισχυθεί η κατάσταση. Οικονομικά, δηλαδή, θα μεταφραστεί το ίδιο η κίνησή μου αυτή με την κίνηση των «φιλόζωων», που αγοράζουν «ένα σκυλί για να το πάνε δώρο τώρα τις γιορτές» ή επειδή «τους πέθανε το προηγούμενο». Ε, δεν.
Από την άλλη, πού ακούστηκε να έχει παρτίδες κανείς με τον εκμεταλλευτή, για οποιονδήποτε λόγο, προκειμένου να σώσει τους εκμεταλλευόμενους; Δεν υπάρχει περίπτωση να πειστεί να τους ελευθερώσει από την καλή του την καρδιά, αφού οι μόνες γλώσσες που ξέρει να μιλάει είναι του χρήματος και της καταπίεσης, της βίας.
Σιχτίριζα κι άλλο από μέσα μου καθώς απομακρυνόμουν. Ένιωθα σύγχυση και οργή που δε μπορούσα να κάνω κάτι άμεσα. Αλλά σύντομα η οργή αυτή έγινε πείσμα, και μ’ έκανε να καταλάβω για ακόμα μια φορά γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε, κάθε μέρα, κάθε ώρα. Να παλεύουμε και να αγωνιζόμαστε για το τέλος της εκμετάλλευσης των άλλων ζώων, για το τέλος της δικής μας εκμετάλλευσης από τ’ αφεντικά και τους λοιπούς εξουσιαστές, για το τέλος της καταστροφής της μάνας φύσης.
Μ’ έκανε να καταλάβω, βασικά, την ανάγκη συγκρότησης ενός κινήματος τέτοιου, που να μπορεί να δίνει και άμεσες λύσεις σε τέτοιες καταστάσεις όπως τη σημερινή, και μακροπρόθεσμες μέσω της συνολικής του πάλης και προσπάθειας. Που θα χρησιμοποιεί κάθε απαραίτητο και διαθέσιμο μέσο, ναι, κάθε μέσο, και δε θα μασάει τα λόγια του. Που θα μιλάει για ολική απελευθέρωση και θα το εννοεί. Γιατί έχουμε πόλεμο, και χάνουμε.
Χάνουμε, δυστυχώς, μα συνεχίζουμε να παλεύουμε ρε φίλε, το έδειξε κι ο κόσμος που κατέβηκε το περασμένο Σάββατο στην πορεία ενάντια στη βιομηχανία γούνας. Το δείχνει κι ο κόσμος που κατεβαίνει τόσα χρόνια στις απεργιακές πορείες και αγωνίζεται στους χώρους που δουλεύει, που κατοικεί, που κινείται.
Αυτά σκεφτόμουν και αναθάρρησα λίγο καθώς επέστρεφα στο δικό μου κουτί απ’ το μεγαλύτερο γκρίζο κουτί από μπετόν, που ονομάζω σπίτι μου. Και αποφάσισα να κάτσω και να γράψω τη σημερινή μου εμπειρία όχι για να ξεθυμάνω, αλλά για να υπάρχει κάπου και να θυμίζει, τόσο σε μένα, όσο και σε αρκετούς άλλους και άλλες φαντάζομαι, πως πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε μέχρι να ελευθερωθεί κι ο τελευταίος σκλάβος, άνθρωπος και μη.
-ένας εκ των διαχειριστών του ιστολογίου ferae naturae xvx